- ποσάγω
- ποσάγω, προσάγω, JRS15.159 ([place name] Cotiaeum).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποσάγω — Α προσάγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πος (ΙΙ), αρκαδ. και κυπρ. τ. τού ποτί* + ἄγω] … Dictionary of Greek